εὐθυωρία — εὐθυωρίᾱ , εὐθυωρία straight course fem nom/voc/acc dual εὐθυωρίᾱ , εὐθυωρία straight course fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυωρίᾳ — εὐθυωρίᾱͅ , εὐθυωρία straight course fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυωρίας — εὐθυωρίᾱς , εὐθυωρία straight course fem acc pl εὐθυωρίᾱς , εὐθυωρία straight course fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυωρίαι — εὐθυωρίᾱͅ , εὐθυωρία straight course fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυωρίαν — εὐθυωρίᾱν , εὐθυωρία straight course fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυωρίην — εὐθυωρία straight course fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυωρίη — ἰθυωρίη, ἡ (Α) ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία] … Dictionary of Greek
οιρών — οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α) 1. αυλακιά τού αρότρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra… … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱՏԵՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0547 Chronological Sequence: Unknown date գ. εὑθυωρία directio եւն. Ուղիղ տեսութիւն կամ հայեցուած. *Բաղկանայ ըստ աչացն ուղղատեսութեան. Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)